- αναφλεκτήρας
- ο [αναφλέγω]διάταξη που χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ανάφλεξη, αναπτήρας, πυροδότης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναφλεκτήρας — αναφλεκτήρας, ο και αναφλέκτης, ο (αλλιώτικα μπουζί), όργανο με το οποίο προκαλείται ανάφλεξη σε μια μηχανή, ιδιαίτερα στις μηχανές εσωτερικής καύσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπινθηριστής — Ηλεκτρική διάταξη παραγωγής σπινθήρων. Αποτελείται βασικά από δύο ηλεκτρόδια, συνήθως μορφής ακίδας, μεταξύ των οποίων εκσπά ηλεκτρικός σπινθήρας, όταν η ηλεκτρική τάση που εφαρμόζεται σ’ αυτά υπερβεί μια ορισμένη τιμή, εξαρτώμενη από την… … Dictionary of Greek
μπουζί — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 109 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγρινίου. * * * το άκλ. ο ηλεκτρικός αναφλεκτήρας τών μηχανών εσωτερικής καύσης, αλλ. σπινθηριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φλεκτήρας — ο, Ν αναφλεκτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω + κατάλ. τήρας*] … Dictionary of Greek
μπουζί — το (λ. γαλλ.), εξάρτημα του αυτοκινήτου, ο σπινθηριστής, ο ηλεκτρικός αναφλεκτήρας της μηχανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)